- στερνοτυπής
- -ές, ΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία* («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο-τυπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερνοτυπῆ — στερνοτυπής of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στερνοτυπής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στερνοτυπής of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτυπεῖς — στερνοτυπής of masc/fem acc pl στερνοτυπής of masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτυπῶν — στερνοτυπής of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτύπος — ον, Α στερνοτυπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού στερνοτυπής κατά τα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
στερνοτυπεῖ — στερνοτυπέομαι pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) στερνοτυπής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στερνοτυπής of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτυπία — ἡ, Α [στερνοτυπής] το να θρηνεί κανείς γοερά χτυπώντας το στήθος του … Dictionary of Greek
στερνοτυπούμαι — έομαι, Α [στερνοτυπής] στερνοκοπούμαι … Dictionary of Greek